διεκδικήσῃ

διεκδικήσῃ
διεκδικέω
claim
aor subj mid 2nd sg
διεκδικέω
claim
aor subj act 3rd sg
διεκδικέω
claim
fut ind mid 2nd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • διεκδίκηση — η (Μ διεκδίκησις) [διεκδικώ] νεοελλ. 1. η απαίτηση από τον κύριο (ή ιδιοκτήτη) πράγματος το οποίο νέμεται άλλος 2. η επιδίωξη κάποιου να πετύχει κάτι το οποίο πιστεύει ότι μπορεί να πετύχει («η διεκδίκηση αύξησης τών μισθών», «η διεκδίκηση τού… …   Dictionary of Greek

  • διεκδίκηση — η η απαίτηση από κάποιον, συνήθως με δικαστικό αγώνα, αγαθού που του το έχουν στερήσει: Η διεκδίκηση των πατρικών του δικαιωμάτων μετά το διαζύγιο, έγινε μέσω της δικαστικής οδού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ανταρκτική — Επιστημονική ονομασία της ηπειρωτικής περιοχής που είναι γνωστή κυρίως ως Νότιος Πόλος. Εκτείνεται γύρω από τον Νότιο Πόλο, βρίσκεται ολόκληρη Ν του Νότιου Πολικού Κύκλου και περιβάλλεται από τα νότια τμήματα του Ειρηνικού, του Ινδικού και του… …   Dictionary of Greek

  • διαμάχη — η έντονη φιλονικία για διεκδίκηση δικαιώματος ή πράγματος: Η διαμάχη ανάμεσα στους κληρονόμους για τη διεκδίκηση της περιουσίας, συνεχίζεται χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… …   Dictionary of Greek

  • έμπραξις — ἔμπραξις, η (Α) η διεκδίκηση, η απαίτηση γραμματίου με χρεωστικό έγγραφο …   Dictionary of Greek

  • ανεπιφώνητος — ἀνεπιφώνητος, ον (Μ) εκείνος εναντίον του οποίου δεν υπάρχει αντίρρηση ή διεκδίκηση, αναντίρρητος …   Dictionary of Greek

  • απαίτηση — η (AM ἀπαίτησις, εως) επίμονη διεκδίκηση των οφειλομένων νεοελλ. έντονη αξίωση …   Dictionary of Greek

  • δημοκρατία — Όρος που υποδηλώνει το πολιτικό σύστημα στο οποίο ο λαός ασκεί την εξουσία. Ωστόσο, ένας τέτοιος ορισμός της έννοιας δεν συμφωνεί με τις διάφορες και κάποτε αντιφατικές ερμηνείες που έχουν δοθεί σε αυτή τη βασική λέξη του σύγχρονου πολιτικού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”